Thursday, January 29, 2009





Με τη Μαρίκα Καναροπούλου, στη φούσκα της Ούλτρα-μαρίνας...(1)




Ήρθες πάλι, με δική σου πρωτοβουλία. Ήρθες απρόσμενα, τη στιγμή που έκανα το πρώτο βήμα μέσα στη φούσκα της Ούλτρα-μαρίνας.



- Να μπω κι εγώ μαζί σου, ρώτησες κι εγώ ανασήκωσα σιωπηλός τους ώμους. Δε μπορούσα να κάνω τίποτα καλύτερο. Ένιωσα πως σου φερνόμουνα αχάριστα, αλλά ήταν η ώρα που παύω, που αναχωρώ, που κλείνω κατάμουτρα την πόρτα σε κάθε επαφή με τα ανθρώπινα. Τότε που παίρνω τη λευκή καρδιά μου και χρειάζομαι να είμαι μόνος και να περπατώ σε ερημιές.Κοίταξα προς το μέρος σου και διάκρινα μόνο τα μάτια σου, με μιά προσμονή μέσα τους.


- Έλα, είπα, δε ξέρω όμως πόσο μπορώ...
- Δε πειράζει, το θέλω. Τό΄χω ανάγκη...



Μπήκαμε μαζί μέσα, όλα γίναν μπλε και στη διαφάνειά του φάνηκε καθαρότερα το σώμα σου. Τα μάτια μου, από μόνα τους, το περιδιάβηκαν και σταμάτησαν στο κάτω μέρος των ποδιών σου που ήταν παχουλά.Άρχισα να προχωράω και μ΄ακολούθησες πειθήνια, κρατώντας μου το χέρι. Εκπέμπεις μιά βαριά αντολίτικη, κίτρινη μυρωδιά ιδρωμένου κοριτσιού. Σε τραβάω προς το βάθος, σα να κατεβαίνουμε αργά σ΄ένα βυθό. Δε με παραξενεύουν αυτά που συναντάμε, τά΄χω εφεύρει χρόνια πριν. Τέσσερα ποτήρια μ΄ένα φρέσκο κρεμμύδι στο καθένα τους, ένα ολόφωτο Σαράι που πετάει, μιά δίκανη πιστόλα που πετάει άδειες σφαίρες, ένας μαύρος μεταλλικός δίσκος που κυλάει αργά τρίζοντας, ένα άγημα από χοντρούς βαθμοφόρους και αδύνατους κελευστές που περπατάν με βήμα στρατιωτικό. Τα είδα, τα ξέρω από παλιά, βαρετές επαναλήψεις. Εσύ όμως;



- Δε τα ξέρω ΄γω αυτά τα πράγματα. Πού με πας; Πώς βρέθηκα εγώ σε τέτοιους τόπους, Παναϊτσα μου; Δε ξέρω ΄γω από τέτοια πράγματα... Αλιώτικες, ολότελα αλιώτικες ήταν οι δικές μου μέρες. Και τώρα εσύ, άξαφνα, γιά πού;


Δεν απαντάω. Δε ξέρω τι να πω. Ταχύνω το βήμα, αρχίζω να τρέχω, κρατώντας πάντα το χέρι σου. Νιώθω πως το σώμα σου δεν έχει βάρος. Σηκώνεται πλάγια στον αέρα, με τη μηδενική αντίσταση ενός μπαλονιού.



- Δεν είμαι στα καλύτερά μου, Μαρίκα. Είμαι πιεσμένος και παραλυμένος, χωρίς επιλογές. Ας μη μπούμε σε λεπτομέρειες. Πες μου ένα τραγούδι, μπορεί να νιώσω καλύτερα...
- Τραγούδι να σου πω, αλλά η λύση δε βρίσκεται εκεί. Το τραγούδι είναι υποκατάστατο, λησμονιά και παρηγοριά. Σα να γυρίζεις το βλέμμα σου αλλού, γιατί θες ν΄αποφύγεις το πραγματικό πρόσωπο του σεβντά.


Άναυδος. Δε στο δείχνω όμως.

- Άλα, Μαρίκα, έτσι δε μού΄χεις ξαναμιλήσει.
- Με υποτιμάς. Ξέρω όμως πως δεν είσαι από τέτοια πάστα. Μπορείς να πεις τι θέλεις; Όχι από μένα, απ΄τη ζωή σου. Μίλα ανοιχτά, πες τι θέλεις.
- Είναι πολύ δύσκολο σήμερα να ξέρεις τι θέλεις. Ιδιαίτερα όταν ξέρεις ποιά πράγματα έχουν περιθώρια να πραγματωθούν. Μπορώ όμως να ξέρω καλά τι ΔΕ ΘΕΛΩ.
- Πάλι υπεκφεύγεις. Πολυτελή προβλήματα έχετε στις μέρες σου. Μήπως είναι άσκοπες οι συναντήσεις μας; Είμαστε από δυό ολότελα διαφορετικούς κόσμους, αγεφύρωτους. Μη μου σφίγγεις έτσι το χέρι, με πονάς... Στάσου! Σταμάτα! Έχω μιά άλλη γνώμη. Ν΄αλλάξουμε ρόλους. Να μου δώσεις εσύ το χέρι σου, να σε βγάλω έξω απ΄όλ΄αυτά τα μπερδεμένα. Να σε πάω σε μιά απ΄τις δικές μου μέρες, τις περασμένες. Έλα...Σου δίνω εγώ τώρα το χέρι μου.



Με τραβάς εσύ κι είναι το δικό μου σώμα που σηκώνεται πλάγια στον αέρα. Νιώθω ένα μούδιασμα ν΄απλώνεται μέσα μου κι αρχίζουμε να διαλυόμαστε σε μόρια σκόνης...



No comments: