Thursday, January 29, 2009

- 
Επιστροφή και μονόλογος της Μαρίκας...


Μου είχες πει να μη σε ξαναφέρω.
- Ναι. Δε σου είπα όμως τι θά΄κανα εγώ. Δε με θέλεις;



Στο παράθυρο είναι κολλημένος ένας άγγελος από χαρτί. Σα τάμα μοιάζει. Το ικτερικό φως των λαμπτήρων χαμηλής ενέργειας από το πάρκο τον προβάλλει στο ταβάνι, ακριβώς πάνω από κει που κοιμάμαι. Ήταν τα δυό μάτια του – δυό τρυπιές με καρφίτσα – που έλαμψαν και με μισοξύπνησαν. Έκανα να σκεπάσω το πρόσωπό μου και ακούμπησα σε κάτι μαλακό δίπλα μου. Ήταν κι η μυρωδιά του θυμαριού. Κατάλαβα. Άνοιξα τα μάτια και δεν είδα τίποτα. 


Καθόσουν όμως πλάι μου. Αφού κίνησα το χέρι μου και έπιασα τα μαλλιά σου. Ψηλάφισα τα σκαλάκια τους με τα δάχτυλα, κατέβηκα στο λείο λαιμό σου.

- Με τρόμαξες, σου είπα.
- Δε τό΄θελα. Ήθελα να σου μιλήσω. Εξακολουθεί να με παραξενεύει ότι ενδιαφέρεσαι γιά μένα και όχι μόνο γιά τα τραγούδια μου.
- Ναι, αλλά τί ωφελεί; Μου είπες την άλλη φορά πως δεν έχει καμιά σημασία τι ήσουν, πως ήσουν.
- Ναι, έτσι σου είπα. Δε θέλω να με ρωτάς. Εγώ θα σου λέω...



Οχτώ ήμουνα, με δυό πόδια σα καλαμάκια και τρέχαμε...τρέχαμε, μπρος η μάνα μου και γω την κρατούσα απ΄το σκισμένο φουστάνι. Πού πάμε, της φώναζα αλλά δε μ΄απαντούσε. Τρέχαν κι άλλοι μαζί μας, σα δαιμονισμένοι τρέχαμε. Τα δέντρα ακίνητα, τα σύννεφα αδιάφορα, καπνοί στο βάθος, η σπλήνα μου μ΄έσφαζε, μού΄κοβε την ανάσα... Έκαιγ΄ο ήλιος τσουρούφλιζε και η μάνα μου ήταν σα φυτό. Έβλεπα μόνο την πλάτη της, αλλά πάνω απ΄τους κυρτούς ώμους της ανέβαιναν ατμοί, μαύροι σκοτεινοί ατμοί και μέσα τους διάκρινα κάτι σαν αιμάτινες ίνες. Δεν ήξερα τότε τι είν΄αυτό. Σα νά΄βγαζε σκοτάδι απ΄το στόμα της, μες τη μέση της μέρας. Ένα δροσερό σκοτάδι που ερχόταν στο πρόσωπό μου και πάγωνε τον ιδρώτα. Μ΄ανακούφιζε. Και το βράδυ της ίδιας μέρας, τρέχοντας πάλι, εκείνη μπροστά κι εγώ πίσω, φως έβγαινε απ΄το κεφάλι της και βλέπαμε, να μη σκοντάφτουμε. 


Γι αυτό σου λέω πως ήταν σα φυτό η μάνα.Αυτό το τρεχαλητό μου έμεινε γιά πάντα στο νου. Όταν φωνογραφούσαμε με τον Παπάζογλου το «Βάλε με στην αγκαλιά σου»και κρατούσε το ρυθμό μ΄ένα κομπολογάκι που έτριβε τις χάντρες σ΄ένα κρασοπότηρο, εκείνος ο γλυκός ήχος μού΄φερνε στο νου ένα τσίγκινο κεσεδάκι που κρέμονταν απ΄τη μέση της μάνας και χτυπούσε πάνω στην αλυσσιδούλα του.Αυτό το φοβισμένο τρέξιμο που κρατούσα σφιχτά την ψυχή μου στα δόντια μη και μου φύγει, με κυνηγούσε σ΄όλη μου τη ζωή. Ποτέ δε το ξέχασα. Ποτέ δε κατακάθισε. Έκανα τον καφέ μου τα ξημερώματα, μεγάλη πιά, και γύρω και μέσα μου τα πράγματα τρέχανε. Και στα τραγούδια που είπα, το ίδιο. Το μισό μου σώμα ήταν εκεί και τ΄άλλο μισό κάπου αλλού και έτρεχε. Αν έχεις προσέξει, μέσα στο τραγούδι που σου είπα, μου λέει το Βαγγελάκι, «βάλε με, παιδί μου». Τό΄κανε και γιατί με είδε που η μισή τραγουδούσα και τ΄άλλο μισό μου έλειπε.
Γιατί εμείς οι γυναίκες δενόμαστε με τους τόπους, με τα χώματα, αλλιώτικα από σας. Εσείς μπορείτε κι τα ξαναφτιάχνετε όλα απ΄την αρχή. Εμείς δε ξεχνάμε ποτέ. Σα τη γυναίκα του Λοτ που έγραφες και έγινε αλάτι.Τέλος. Άστο να το πάρει ο άνεμος.


Μετά, τα χρόνια παρήλθαν. Έφυγα στα 1990. Κύλησε η ζωή χωρίς να την πάρω είδηση. Δε παραπονιέμαι. Έζησα και ήσυχα χρόνια στην Αμερική.Εμείς όλοι, από τα πέρα μέρη, τραβηχτήκαμε το ΄37. Κάποιοι έμειναν και συνέχισαν με τους άλλους. Οι πιό πολλοί όμως, οι πιό ικανοί, τραβήχτηκαν. Δε μας έλεγε το καινούριο. Είμαστε αλλιώτικοι εμείς. Είχε περάσει όμως η μπογιά μας, ή καλύτερα, μας φίμωσαν με τον τρόπο τους. Και τώρα, κάποιοι μας ξανακούνε. Τί να το κάνεις; Δε μπορούν να μας νιώσουν. Είναι σα να τραβάς ένα ξεχασμένο κέντημα από ένα παλιό μπαούλο και να το τραβάς στο φως. Ποιός μπορεί όμως να ξανασυλλαβίσει τις κινήσεις του χεριού της κεντήστρας; Δε γίνεται. 
Τα μάτια τους κολλάνε στα δυνατά μόνο χρώματα, στους μάγκες, στους ντεκέδες, στις αλανιάρες, αυτά τους τραβάν. Δε λέω, υπάρχουν και κάποιοι λίγοι που προσέχουν τους μανέδες που είπα. Γιατί μέσα εκεί μιλάει η αληθινή φωνή της καρδιάς μου. Τα άλλα ήταν γιά κατανάλωση. Ωραία όμως τραγούδια...


Το χέρι σου απλώνεται και βρίσκει το δικό μου. Τρέμεις. Τα δάχτυλά σου είναι μπούζι.- Οι αιμάτινες ίνες που σού΄λεγα. Δε φτάνουν όμως γιά να με ζεστάνουν. Αλλά η καρδιά, α, η καρδιά μένει πάντα και θα μένει γιά πάντα ζεστή. Όχι ζεστή, πυρκαγιά, γιανγκίνι. Γιατί έτσι είμασταν εμείς, με πυρωμένες καρδιές. Και η δική σου φλέγεται, το νιώθω. Μη, μη μου μιλάς. Δεν έχει νόημα. Ξέρω πως είσαι και τι νιώθεις. Κράτα. Κράτα γερά. Μην την αφήσεις ποτέ να σου σβήσει η πυρκαγιά. Να την έχεις, να σε καίει. Έχεις πάρεις από κει εσύ. Μέχρι το τέλος να φλέγεσαι.Θα σου ξανάρθω. Είναι γλυκά κοντά σου. Συνέχισε τον ύπνο σου. Η Μαρίκα φεύγει... 
Καλό ξημέρωμα. Είδες; Δεν είμαι τόσο απρόσιτη που νόμιζες...



No comments: