Sunday, September 6, 2009

ΜΑΡΙΚΑ ΚΑΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ - ένα απ΄τα 4 μεγάλα αηδόνια

MARIKA KANAROPOULOU
   Μαρίκα Καναροπούλου (Μπρουσαλιά) ή Τουρκαλίτσα


[Δείγμα της εξαιρετικής φωνής της, το αισθησιακό τραγούδι του Βαγγέλη Παπάζογλου "Βάλε με στην αγκαλιά σου". Η Μαρίκα Καναροπούλου εκείνη τη μέρα είναι 20 χρονώ.


http://www.fileden.com/files/2008/6/6/1947074/Vale%20me%20stin%20angalia%20sou.mp3


Περιεχόμενα


1. Στοιχεία βιογραφικού
2. Σημείωμα από το blog http://amanyala.blogspot.com/2006/07/rembetiko-of-month.html
3. Δισκογραφία


1. Βιογραφικά στοιχεία μηδενικά. Έτος γέννησης ca. 1914 στην Bursa (Προύσα) Τα χαϊδευτικά της, "Μαρίκα Μπρουσαλιά" και "Τουρκαλίτσα". Γραμμοφώνησε τον πρώτο της δίσκο σε ηλικία 18 χρονών.Μετανάστευσε στις ΗΠΑ. Επέστρεψε (πότε;). Θάνατος στην Αθήνα το 1990, σε ηλικία 76 χρονών. Απ' ότι ξέρουμε, κανείς δε την πλησίασε. Yπάρχει πάντα η σκέψη πως έγιναν προσπάθειες κι εκείνη τις απέπεμψε... Μιά απ' τις καλύτερες φωνές που πέρασαν απ' τη δισκογραφία.



Ηχογράφησε 3 τραγούδια το 1933, 13 το 1934 - που σημαίνει ότι πουλούσε - μόνο 3 το 1935 και ένα μόνο το 1940, το "Κάποτε θα κλάψεις", που το ψάχνω απεγνωσμένα.
Μήπως τόχεις ή ξέρεις κάποιον/α που να τό΄χει;



2. To παρακάτω αγγλικό κείμενο είναι αναδημοσίευση (χωρίς να ρωτήσω, γιατί δε μπορώ να΄ρθώ σε επαφή μαζί του) από το πολύ ενδιαφέρον blog http://amanyala.blogspot.com/2006/07/rembetiko-of-month.html


Marika Kanaropoulou sang Amane like no other. Far less prolific than either Roza Eskinazi or Rita Abadzi, Marika Kanaropoulou’s αμανέδες (a-man-EH-des) convey a lost innocence. Perhaps it is because her voice possesses an almost adolescent quality. At the same time, Kanaropoulou’s vocal skills were anything but adolescent. 


Her control and mastery of the art of makam, her unique style, and her thick, rich vowels rank her as one of the top female singers of Rembetika, despite the fact that she recorded far less than others.

Very little is known about Marika Kanaropoulou. Kanaropoulou may in fact be a stage name, since it literally means “daughter of the canary” and may be a reference to the dulcid quality of her voice.


 It could also be a surname carried by a family with a long tradition of singing. It is quite possible that Kanaropoulou came from a musical family.Also known as “Tourkalitsa” (the little Turkish girl) and “Brousalia” (the girl from Brousa), Kanaropoulou was a native of Bursa (Brousa in Greek), located in western Turkey not far from the southeast coast of the Sea of Marmara. Bursa had a sizeable Greek population prior to the Asia Minor catastrophe of 1922.


 Kanaropoulou most likely left her homeland when the Greek population was expelled from Asia Minor, though it’s possible that she and her family left earlier during the First World War or shortly thereafter.


She recorded a handful of songs in Athens, mostly αμανέδες in 1933 and 1934 before emigrating to America. 
There is no record of her having recorded in the United States. 


At some point, she returned to Greece, where she died in 1990.


Kanaropoulou recorded Neva Manes in Athens in December 1933. As in the case of Abadzi’s Gazeli Neva Sabah, once again Neva is erroneously used to denote the key of D, even though in reality Neva is the name for A, and the song, like Gazeli Neva Sabah, seems to be in D#. 


I’ve already theorized in an earlier post as to what might have caused this error.Kanaropoulou’s Neva Manes is set in makam Ussak. In classical makam theory (by which I mean Turkish and Arabic), Ussak (referred to as Bayyati in Arabic) has a microtone as its second. More specifically, the second is flatted, but instead of a half step, what you get is a note that is somewhere between a half step and a whole step. 
Greek music eventually evolved away from microtones, so that the Greek version of Ussak has a simple half step between the first and second. It looks like this:In reality, many Greek songs in makam Ussak compensate for the loss of the microtone by including both a natural second and a flatted second, as if to approximate the microtone, which lies somewhere in between. It’s not the same as having the microtone, but the effect is arguably just as lovely. 


In Neva Manes, Kanaropoulou and her accompanists (Dimitris Ladopoulos on violin with an unknown oud player whom Outiboy is convinced is Agapios Tomboulis) follow the classical version of Ussak, not the version of the makam that eventually became prevalent in Greek music. The second is neither a half step nor a whole step. The effect is to create a wonderful tension within the melody. 
During the interwar period it was common for Greek artists, who were well versed in classical makam theory, to set their melodies within the true versions of the makams—that is, the versions that included the microtones. This is what they knew. 
To complicate matters, however, Neva Manes also throws in an occasional microtone as the sixth. Classical Ussak/Bayyati has a flatted sixth (i.e. a simple half step, not a microtone). In Neva Manes, Ladopoulos sometimes plays the sixth slightly sharp. This appears to be a reference to an Arabic makam known as Ushak Masri (though Outiboy says it’s actually a makam called Huseyni), which has a three-quarter step between the fifth and the sixth, though not between the first and the second. In the end, it is the seventh on which Ladopoulos hangs that ends up sounding wonderfully microtonal because he plays the sixth slightly sharper than it would normally be in Ussak.


Αμάν, τίνους νά πω τον πόνο μου νά με παρηγορήσει,
Αφού ο κόσμος ψεύτισε καί η ζωή θα σβήσει;

Aman, To whom can I tell my pain, so that I can be comforted,
Since the world has become false and life is erased?


Kanaropoulou knew pain. 
She lost her home and her roots. She became a refugee in a strange land. I think of the hundreds of thousands of Israelis and Lebanese who have become refugees in the past few weeks because of the violence that grips their countries, their towns, and their neighborhoods. 
Aman was a word frequently on the lips of those Greeks and Turks who lost their homes and loved ones because two peoples could not find a way to coexist peacefully with one another.



3. ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ (από Διονύση Δημ. Μανιάτη)


1933


1. Νέα μερακλού Columbia DG-478 WG-746 - Μαρίκα Καναροπούλου/Κώστας Τζόβενος - ρεμπέτικο, ζεϊμπέκικος
2. Νεβά Μανές (Τίνος να πω τον πόνο μου) παραδοσιακό - Μαρίκα Καναροπούλου - ρεμπέτικο, μανές
3. Τσιφτετέλι Μανές (Ψεύτη ντουνιά και άπιστε),Parlophone Eλλάδος B-21752 101465 - Μαρ. Καναροπούλου/Σπύρος Περιστέρης - ρεμπέτικο, τσιφτετέλι.

1934


1. Μες του Μάνθου τον τεκέ , Odeon Ελλάδος GA-5746 GO-2036 - Μαρίκα Καναροπούλου/Κώστας Τζόβενος - χασικλίδικο, ζεϊμπέκικος
2. Μαχμούρικο, Odeon Ελλάδος GA-1746 GO-2037 - Μαρίκα Καναροπούλου/Σπύρος Περιστέρης/Μίνως Τσάμας
3. Ένας μάγκας στον τεκέ, Odeon Ελλάδος GA-1806 GO-2087-2 - Μαρίκα Καναροπούλου/Κώστας Τζόβενος - χασικλίδικο, ζεϊμπέκικος
4. Μιά χήρα μες την Κοκκινιά, Odeon Ελλάδος GA-1807 GO-2168 - Μαρίκα Καναροπούλου/Κώστας Τζόβενος - ρεμπέτικο, μόρτικο
5. Το μωρό μου, Odeon Ελλάδος GA-1818 GO-2169 - Μαρίκα Καναροπούλου/Σπύρος Περιστέρης - ρεμπέτικο, νανούρισμα
6. Το χανουμάκι, Odeon Ελλάδος GA-1818 GO-2170 - Μαρίκα Καναροπούλου/Σταύρος Παντελίδης -ρεμπέτικο, αράπικο
7. Βάλε με στην αγκαλιά σου, Odeon Ελλάδος GA-1821 GO-2171 - Μαρίκα Καναροπούλου/Βαγγ. Παπάζογλου - ρεμπέτικο, ζεϊμπέκικος
8. Το χανουμάκι, Odeon Ελλάδος GA-1832 GO-2170-0 - Μαρίκα Καναροπούλου/Σταύρος Παντελίδης - ρεμπέτικο, αράπικο
9. Καρίπ Νεβά Μανές (Δεν σκέφτεσαι βρε άνθρωπε), HMV AO-2149 OT-1701 - Μαρίκα Καναροπούλου/Κώστας Τζόβενος - ρεμπέτικο, μανές
10. Η μπελαλού, HMV AO-2149 OT-1704 - Μαρίκα Μπρουσαλιά/Γ. Δραγάτσης (Ογδοντάκης) - ρεμπέτικο, ζεϊμπέκικος
11. Κατινάκι λυπήσου με, HMV AO-2165 OT-1702-0 - Μαρίκα Μπρουσαλιά/Δημ. Ατραϊδης -ρεμπέτικο, συρτός
12. Σαμπάχ Μανές (Τα χρόνια μου παρήλθανε), - Μαρ. Μπρουσαλιά/παραδοσιακό - ρεμπέτικο, μανές
13. Μαρίτσα, Parlophone Ελλάδος B-21855 101527 - Μ.Καναροπούλου/Αγάπιος Τομπούλης - ρεμπέτικο, τσιφτετέλι

1935


1. Πάει η Μαριωρή, Odeon Ελλάδος GA-1833 GO-2192 - Μαρίκα Καναροπούλου/Πάνος Τούντας - χασικλίδικο, ζεϊμπέκικος
2. Τουρκοπούλα οπαλά (1935) Odeon Ελλάδος GA-1839 GO-2191 - Μ. Καναροπούλου/
/Αγάπιος Τομπούλης - ρεμπέτικο, συρτός
3. Αλανάκι, Odeon Ελλάδος GA-1852 GO-2193 - Μ. Καναροπούλου/Ν. Χατζηαντωνίου - ρεμπέτικο, χασάπικος

ΑΧΡΟΝΟΛΟΓΗΤΑ


1. Νεβά Χετζάζ Μανές (Ως πότε πιά η τύχη μου) Parlophone Ελλάδος B-21752 101462 - Μ. Καναροπούλου&Σπύρος Περιστέρης - ρεμπέτικο, μανές

1940


Κάποτε θα κλάψεις, Odeon Ελλάδος GA-7250 GO-3409 - Μ. Καναροπούλου & Δ. Καββαδίας/Τ. Κόκκας/Κ. Μάνεσης & Δ. Ρηγόπουλος - ελαφρό, χαβάγιες




Monday, February 2, 2009

Με τη Μαρίκα Καναροπούλου, στη φούσκα της Ούλτρα-μαρίνας...(2)

1934. Μ΄ανεβάζεις κάτι φαρδειές σκάλες και μπαίνουμε στην αίθουσα φωνοληψίας. Νάτοι! Οχτώ άνθρωποι κι ΕΣΥ! Ένα ξεκάθαρο αντίτυπό σου, δίπλα στο μικρόφωνο. Μιά εικόνα "παγωμένη". Τίποτα, κανένας δε κινείται.


- Κάτσε σε μιά γωνιά και μη μιλάς, μου λες.
Προχωρείς, πλησιάζεις το "παγωμένο" αντίτυπό σου, μπαίνεις μέσα του και όλα ζωντανεύουν. Ο τυφλός Χρυσίνης με τα μαύρα γυαλιά του, ξύνεται στο σβέρκο και κάθεται έτοιμος με την κιθάρα του. Ο Βαγγέλης Παπάζογλου με το κοφτερό βλέμμα κρατάει τη δική του, και ένας που δε γνωρίζω, έχει σκαλωμένο ένα μπεγλεράκι σ΄ένα απ΄τα κουμπιά του σακακιού του και κρατάει ένα κρασοπότηρο. Είχα κάνει λάθος, έχοντας ακούσει την πλάκα, νομίζοντας πως ο Παπάζογλου το κρατούσε.- Μαρίκα, στάσου λίγο πιό μακριά απ΄το μικρόφωνο, λέει ένας τεχνικός.Φαίνεται σα νά΄χετε κιόλας κάνει την πρόβα. Σε βλέπω καθαρά γιά πρώτη φορά. Θα φτάξω ένα σκίτσο σου, σκέφτομαι, μιάς και δεν υπάρχει φωτογραφία σου.Φοράς ένα λουλουδάτο φορεματάκι και μαύρα, χαμηλά γοβάκια. Το δέρμα σου είναι σκοτεινό κι έχεις κι ένα χρυσό δαχτυλιδάκι που πετάει μικρές ανταύγειες, καθώς εξοστρακίζεται πάνω του μιά αχτίδα από το δυνατό ήλιο που καταφέρνει να τρυπώνει απ΄τη μισάνοιχτη κουρτίνα.


- Μαρικάκι, να σου πω, κορίτσι μου, σου λέει ο Παπάζογλου. Εκεί, στην επανάληψη του "βάλε με", δε σηκώνεις τη φωνούλα σου να πάει ψηλότερα;
- Ναι, του λες. Έτσι; Βάλε μεεε...;
- Έτσι, να σε χαρώ, μάτια μου. Έτσι, ακριβώς. Να το πάμε;


Με φυλακίζει το βλέμμα σου το σπαθάτο. Κοιτάς γύρω σου με γλήγορες, καυτές ματιές και βγάζεις ένα γάργαρο γέλιο σαν σου λέει ο Χρυσίνης:
-Κι αν έβαζες 500 δραμάκια πάθος ακόμα, ακόμα πιό καλό θά΄ταν. Ε, Βαγγέλη;
- Ναι, ναι, ξέρει η Μαρίκα! Άντε να το πάμε... 3...2...1!


http://www.fileden.com/files/2008/6/6/1947074/Vale%20me%20stin%20angalia%20sou%20II.mp3


- Γειά σου, ρε Μαρικάκι, μου ξεφεύγει και σου φωνάζω. Ήχος όμως δε βγαίνει απ΄το στόμα μου. Σα στα όνειρα. Εσύ όμως τ΄ακούς. Γυρίζεις, γέρνεις λίγο το κεφάλι και μου χαμογελάς.Ο τρόπος που λες το τραγούδι είναι πολύ καλύτερος κι απ΄της Ρόζας, κι απ΄του Στελλάκη. Εκείνο που σου υπόδειξε ο Παπάζογλου, ίσως, κάνει τη διαφορά.Το τραγούδι τελειώνει. Το μούδιασμα ξανάρχεται. Όλοι από μπροστά μου, τα λουλούδια απ΄το φόρεμά σου σαρώνονται, σα να γυρίζει μιά σελίδα. Επιστρέφομαι σα πακέτο, μόνος κι έρημος, να μασάω τα νύχια μέσα στη φούσκα μου της ουλτραμαρίνας...Τα φώτα ανάβουναλλά εις μάτην,γιατί εγώ πάντοτε στην έπαρση της σημαίας μασούλαγα βερύκοκακαι στην υποστολή χάζευα τα πουλιά...

Thursday, January 29, 2009



Αφιερωμένο στη Μαρίκα Καναροπούλου (Τουρκαλίτσα)


Καθώς τουμπάρει ανάποδα η νύχτα σου, Μαρίκα,
φωσφορικά χταπόδια απλώνοντας στον ουρανό.
Υψώνεται η πάλλουσα φωνή σου
κι οριστικά διαιρεί το υπόλοιπο στα δυό.

Ένα η άδεια παρουσία σου
κι ένα γιά τα δυό σου κεντημένα πασουμάκια.
Τότε, παύει να ξεχωρίζει το άσπρο φως από το μαύρο,
το 1914 από το 1990.
Γέρνουν τα μαύρα μάτια σου
και η ψυχή σηκώνεται ανάλαφρη,γυρίζοντας εκεί που ανήκει.

Μαρίκα Καναροπούλου - με μιά γυναίκα σ΄ένα δωμάτιο σκοτεινό...




Δωμάτιο σκοτεινό, ολοσκότεινο. Τα παράθυρα κλεισμένα, φασκιωμένα. Μου το ζήτησες.Σε έφερα γιά λίγο μέσα εδώ, με διαδικασίες που δε μπορώ ν΄αποκαλύψω. Ήθελα να βρεθώ κοντά σου. Σ΄ακούω που κάθεσαι στην ψάθινη πολυθρόνα. Οι βεργούλες της τρίζουν απαλά. Το σώμα σου πρέπει νά΄ναι πολύ αλαφρύ. Ακούγεται κι ένα ανεπαίσθητο σύρσιμο υφάσματος. Ίσως τακτοποιείς το φόρεμά σου να μη τσαλακωθεί. Κι ο ήχος ενός βραχιολιού με κάτι σα να του κρέμονται μικρά κουδουνάκια. Ντίνγκιλα...ντίνγκιλα... Βγάζεις ένα τρεμουλιαστό αναστεναγμό. Δε ξέρω το δρόμο να σου μιλήσω. Δε μπορώ να δω ούτε το περίγραμμά σου. Η σιωπή πλέκει ιστούς αράχνης γύρω μας.


- Μη περιμένεις να σου πω. Δε ξέρω, δε θυμάμαι, δε θέλω να θυμάμαι. Όλ΄αυτά έχουν πιά περάσει. Είναι στάχτες. 


Ξαναπέφτει η βαριά και βροχερή σιωπή. Τα μάτια μου αρχίζουν να συνηθίζουν στο σκοτάδι. Μισοδιακρίνω την ψάθινη πολυθρόνα αλλά όχι εσένα. Σα να μη θέλεις, σα να μην αφήνεις το περίγραμμα του σώματός σου να φανεί. Ξεχωρίζω λίγο το φόρεμά σου, μισοβλέπω το βραχιόλι - ήταν τελικά βραχιόλι - και τα παπούτσια σου. Το ένα δίπλα στο άλλο και, σα κεντημένα. Νιώθω το βλέμμα σου καρφωμένο απάνω μου. Θα πρέπει τα μάτια σου νά΄ναι μαύρα και κοφτερά. Το μαύρο όμως μες το μαύρο δε διακρίνεται.Αλλάζεις στάση και ξανακούεται το ελαφρό τρίξιμο της πολυθρόνας.

- Δε θα μου πεις τίποτα;
- Σου είπα, μου λες μονολεκτικά.
- Είσαι τελείως άγνωστη. Μόνο η φωνή σου υπάρχει τυπωμένη. Τίποτα άλλο. Ούτε μιά φωτογραφία, τίποτα...
- Και σε τί θα ωφελούσε; Σάματι ενδιαφέρεται κανείς; Δεν έχει νόημα. Σκιά ήμουν και πέρασα. Ότι ήμουν, ότι είδα, ότι πέρασα, υπάρχει μες τη φωνή μου. Τα άλλα ας μείνουν στο σκοτάδι...
- Άσε με τότε εμένα, να σου θυμίσω ν΄ακούσεις ένα τραγούδι που τ΄αγαπάω πολύ. Το "Βάλε με στην αγκαλιά σου". Να το βάλω να το χαρούν κι οι άλλοι/ες;

Δεν απαντάς. Μόνο ένας αναστεναγμός ακόμα.

http://www.fileden.com/files/2008/6/6/1947074/Vale%20me%20stin%20angalia%20sou%20II.mp3


Η πολυθρόνα τρίζει. Σηκώνεσαι.


- Θέλω να φύγω. Με περιμένουν. Τα λέμε, τραγουδάμε, παίζουμε εκεί...
- Πού εκεί;
- Τί σημασία έχει; Μη μου ξαναζητήσεις να γυρίσω. Σ΄ευχαριστώ που θυμάσαι μιά Μαρίκα Καναροπούλου.
- Άσε με να σου δώσω αυτό, σου λέω και απλώνω την παλάμη μου προς τη μεριά σου. Σου δίνω ένα αστράκι με πούλιες ασημένιες. Όταν το ζουπάς θα φωτίζει αχνά...

Νιώθω το χέρι σου ν΄απλώνεται. Ακουμπάς το δικό μου. Είναι ζεστό το χέρι σου και ψιλοτρέμει. Παίρνεις το άστρο και με μιά γρήγορη και απαλή κίνηση μου αφήνεις την αίσθηση ενός τρυφερού χαϊδέματος.

- Κουράγιο πατριώτη, μου λες και η εμπροσθοφυλακή της ανάσας σου φτάνει ως το πρόσωπό μου.

Μυρίζεις θυμάρι, Μαρίκα Καναροπούλου...
- 
Επιστροφή και μονόλογος της Μαρίκας...


Μου είχες πει να μη σε ξαναφέρω.
- Ναι. Δε σου είπα όμως τι θά΄κανα εγώ. Δε με θέλεις;



Στο παράθυρο είναι κολλημένος ένας άγγελος από χαρτί. Σα τάμα μοιάζει. Το ικτερικό φως των λαμπτήρων χαμηλής ενέργειας από το πάρκο τον προβάλλει στο ταβάνι, ακριβώς πάνω από κει που κοιμάμαι. Ήταν τα δυό μάτια του – δυό τρυπιές με καρφίτσα – που έλαμψαν και με μισοξύπνησαν. Έκανα να σκεπάσω το πρόσωπό μου και ακούμπησα σε κάτι μαλακό δίπλα μου. Ήταν κι η μυρωδιά του θυμαριού. Κατάλαβα. Άνοιξα τα μάτια και δεν είδα τίποτα. 


Καθόσουν όμως πλάι μου. Αφού κίνησα το χέρι μου και έπιασα τα μαλλιά σου. Ψηλάφισα τα σκαλάκια τους με τα δάχτυλα, κατέβηκα στο λείο λαιμό σου.

- Με τρόμαξες, σου είπα.
- Δε τό΄θελα. Ήθελα να σου μιλήσω. Εξακολουθεί να με παραξενεύει ότι ενδιαφέρεσαι γιά μένα και όχι μόνο γιά τα τραγούδια μου.
- Ναι, αλλά τί ωφελεί; Μου είπες την άλλη φορά πως δεν έχει καμιά σημασία τι ήσουν, πως ήσουν.
- Ναι, έτσι σου είπα. Δε θέλω να με ρωτάς. Εγώ θα σου λέω...



Οχτώ ήμουνα, με δυό πόδια σα καλαμάκια και τρέχαμε...τρέχαμε, μπρος η μάνα μου και γω την κρατούσα απ΄το σκισμένο φουστάνι. Πού πάμε, της φώναζα αλλά δε μ΄απαντούσε. Τρέχαν κι άλλοι μαζί μας, σα δαιμονισμένοι τρέχαμε. Τα δέντρα ακίνητα, τα σύννεφα αδιάφορα, καπνοί στο βάθος, η σπλήνα μου μ΄έσφαζε, μού΄κοβε την ανάσα... Έκαιγ΄ο ήλιος τσουρούφλιζε και η μάνα μου ήταν σα φυτό. Έβλεπα μόνο την πλάτη της, αλλά πάνω απ΄τους κυρτούς ώμους της ανέβαιναν ατμοί, μαύροι σκοτεινοί ατμοί και μέσα τους διάκρινα κάτι σαν αιμάτινες ίνες. Δεν ήξερα τότε τι είν΄αυτό. Σα νά΄βγαζε σκοτάδι απ΄το στόμα της, μες τη μέση της μέρας. Ένα δροσερό σκοτάδι που ερχόταν στο πρόσωπό μου και πάγωνε τον ιδρώτα. Μ΄ανακούφιζε. Και το βράδυ της ίδιας μέρας, τρέχοντας πάλι, εκείνη μπροστά κι εγώ πίσω, φως έβγαινε απ΄το κεφάλι της και βλέπαμε, να μη σκοντάφτουμε. 


Γι αυτό σου λέω πως ήταν σα φυτό η μάνα.Αυτό το τρεχαλητό μου έμεινε γιά πάντα στο νου. Όταν φωνογραφούσαμε με τον Παπάζογλου το «Βάλε με στην αγκαλιά σου»και κρατούσε το ρυθμό μ΄ένα κομπολογάκι που έτριβε τις χάντρες σ΄ένα κρασοπότηρο, εκείνος ο γλυκός ήχος μού΄φερνε στο νου ένα τσίγκινο κεσεδάκι που κρέμονταν απ΄τη μέση της μάνας και χτυπούσε πάνω στην αλυσσιδούλα του.Αυτό το φοβισμένο τρέξιμο που κρατούσα σφιχτά την ψυχή μου στα δόντια μη και μου φύγει, με κυνηγούσε σ΄όλη μου τη ζωή. Ποτέ δε το ξέχασα. Ποτέ δε κατακάθισε. Έκανα τον καφέ μου τα ξημερώματα, μεγάλη πιά, και γύρω και μέσα μου τα πράγματα τρέχανε. Και στα τραγούδια που είπα, το ίδιο. Το μισό μου σώμα ήταν εκεί και τ΄άλλο μισό κάπου αλλού και έτρεχε. Αν έχεις προσέξει, μέσα στο τραγούδι που σου είπα, μου λέει το Βαγγελάκι, «βάλε με, παιδί μου». Τό΄κανε και γιατί με είδε που η μισή τραγουδούσα και τ΄άλλο μισό μου έλειπε.
Γιατί εμείς οι γυναίκες δενόμαστε με τους τόπους, με τα χώματα, αλλιώτικα από σας. Εσείς μπορείτε κι τα ξαναφτιάχνετε όλα απ΄την αρχή. Εμείς δε ξεχνάμε ποτέ. Σα τη γυναίκα του Λοτ που έγραφες και έγινε αλάτι.Τέλος. Άστο να το πάρει ο άνεμος.


Μετά, τα χρόνια παρήλθαν. Έφυγα στα 1990. Κύλησε η ζωή χωρίς να την πάρω είδηση. Δε παραπονιέμαι. Έζησα και ήσυχα χρόνια στην Αμερική.Εμείς όλοι, από τα πέρα μέρη, τραβηχτήκαμε το ΄37. Κάποιοι έμειναν και συνέχισαν με τους άλλους. Οι πιό πολλοί όμως, οι πιό ικανοί, τραβήχτηκαν. Δε μας έλεγε το καινούριο. Είμαστε αλλιώτικοι εμείς. Είχε περάσει όμως η μπογιά μας, ή καλύτερα, μας φίμωσαν με τον τρόπο τους. Και τώρα, κάποιοι μας ξανακούνε. Τί να το κάνεις; Δε μπορούν να μας νιώσουν. Είναι σα να τραβάς ένα ξεχασμένο κέντημα από ένα παλιό μπαούλο και να το τραβάς στο φως. Ποιός μπορεί όμως να ξανασυλλαβίσει τις κινήσεις του χεριού της κεντήστρας; Δε γίνεται. 
Τα μάτια τους κολλάνε στα δυνατά μόνο χρώματα, στους μάγκες, στους ντεκέδες, στις αλανιάρες, αυτά τους τραβάν. Δε λέω, υπάρχουν και κάποιοι λίγοι που προσέχουν τους μανέδες που είπα. Γιατί μέσα εκεί μιλάει η αληθινή φωνή της καρδιάς μου. Τα άλλα ήταν γιά κατανάλωση. Ωραία όμως τραγούδια...


Το χέρι σου απλώνεται και βρίσκει το δικό μου. Τρέμεις. Τα δάχτυλά σου είναι μπούζι.- Οι αιμάτινες ίνες που σού΄λεγα. Δε φτάνουν όμως γιά να με ζεστάνουν. Αλλά η καρδιά, α, η καρδιά μένει πάντα και θα μένει γιά πάντα ζεστή. Όχι ζεστή, πυρκαγιά, γιανγκίνι. Γιατί έτσι είμασταν εμείς, με πυρωμένες καρδιές. Και η δική σου φλέγεται, το νιώθω. Μη, μη μου μιλάς. Δεν έχει νόημα. Ξέρω πως είσαι και τι νιώθεις. Κράτα. Κράτα γερά. Μην την αφήσεις ποτέ να σου σβήσει η πυρκαγιά. Να την έχεις, να σε καίει. Έχεις πάρεις από κει εσύ. Μέχρι το τέλος να φλέγεσαι.Θα σου ξανάρθω. Είναι γλυκά κοντά σου. Συνέχισε τον ύπνο σου. Η Μαρίκα φεύγει... 
Καλό ξημέρωμα. Είδες; Δεν είμαι τόσο απρόσιτη που νόμιζες...



Εξομολογήσεις στη Μαρίκα Κ. (1)









Eξομολογήσεις






Θά΄χες δει Μαρίκα στα χρόνια σου, ανθρώπους να πηγαίνουν μόνοι τους και να μιλάνε με τον εαυτό τους. Ξέρεις... Στήνουν, όχι μονόλογους αλλά συνομιλίες με κάποιον/α/ους και λένε, μορφάζουν, γελούν. Συνήθως είναι άντρες. Οι άντρες τρελαίνονται πιό εύκολα, ίσως ακόμα και γιατί τα συναισθηματικά τους κανάλια είναι στουμπωμένα και φραγμένα και οι ασφαλιστικές τους δικλείδες είναι, συνήθως, αυτοκαταστροφικές, άρα πάλι φλερτάρουν με την τρέλα.Τους λένε λοιπόν τρελούς αυτούς, αλλά εγώ δε ξέρω καθόλου αν και πόσο αληθεύει αυτό. 


Εύκολο είναι, ακόμα περισσότερο στα χρόνια μας, να γλυστρήσει κανείς σε μιά τέτοια κατάσταση. Ακόμα και γιατί οι άλλοι δεν ακούν. Έτσι δεν είναι; Είναι σα νά΄χουν τοίχους στ΄αυτιά τους. Λες εσύ κάτι κι αυτοί απαντάν σε κάτι άλλο που έχουν οι ίδιοι στο κεφάλι τους. Δεν είναι, αναγκαστικά, ότι δε θέλουν ν΄ακούσουν. Δεν έχουν μάθει ν΄ακούνε, έχουν κι ένα πρησμένο και ανικανοποίητο Υπερ-εγώ, και πάνε καλιά τους...


Το να στήνει κανείς διαλόγους, πιστεύοντας πως είναι στα συγκαλά του, και μάλιστα μ΄αποθαμένους, κάνει τους άλλους να πιστεύουν πως δεν είσαι στα καλά-καλά σου. Κι όμως, γιά δοκιμάστε μιά φορά, έτσι γι αστείο, να το κάνετε. Διαλέξτε την /τον συνομιλήτρια/τή κι επιτρέψτε να σας στριμώξει στη γωνιά. Είναι μιά καλή άσκηση αυτογνωσίας.Γιατί όλες/οι κρύβουν. Τί κρύβουν; Ένα είδος μηχανών είναι οι άνθρωποι, με σταθερές ανάγκες και όλες/οι, λίγο-πολύ στην ίδια κατσαρόλα βράζουμε. Αν αρχίσουμε να τα βγάζουμε όλα στη φόρα θα γίνει ένα είδος μικρής επανάστασης. Μπορεί και μεγάλης... Ή όχι;







Με τη Μαρίκα Καναροπούλου, στη φούσκα της Ούλτρα-μαρίνας...(1)




Ήρθες πάλι, με δική σου πρωτοβουλία. Ήρθες απρόσμενα, τη στιγμή που έκανα το πρώτο βήμα μέσα στη φούσκα της Ούλτρα-μαρίνας.



- Να μπω κι εγώ μαζί σου, ρώτησες κι εγώ ανασήκωσα σιωπηλός τους ώμους. Δε μπορούσα να κάνω τίποτα καλύτερο. Ένιωσα πως σου φερνόμουνα αχάριστα, αλλά ήταν η ώρα που παύω, που αναχωρώ, που κλείνω κατάμουτρα την πόρτα σε κάθε επαφή με τα ανθρώπινα. Τότε που παίρνω τη λευκή καρδιά μου και χρειάζομαι να είμαι μόνος και να περπατώ σε ερημιές.Κοίταξα προς το μέρος σου και διάκρινα μόνο τα μάτια σου, με μιά προσμονή μέσα τους.


- Έλα, είπα, δε ξέρω όμως πόσο μπορώ...
- Δε πειράζει, το θέλω. Τό΄χω ανάγκη...



Μπήκαμε μαζί μέσα, όλα γίναν μπλε και στη διαφάνειά του φάνηκε καθαρότερα το σώμα σου. Τα μάτια μου, από μόνα τους, το περιδιάβηκαν και σταμάτησαν στο κάτω μέρος των ποδιών σου που ήταν παχουλά.Άρχισα να προχωράω και μ΄ακολούθησες πειθήνια, κρατώντας μου το χέρι. Εκπέμπεις μιά βαριά αντολίτικη, κίτρινη μυρωδιά ιδρωμένου κοριτσιού. Σε τραβάω προς το βάθος, σα να κατεβαίνουμε αργά σ΄ένα βυθό. Δε με παραξενεύουν αυτά που συναντάμε, τά΄χω εφεύρει χρόνια πριν. Τέσσερα ποτήρια μ΄ένα φρέσκο κρεμμύδι στο καθένα τους, ένα ολόφωτο Σαράι που πετάει, μιά δίκανη πιστόλα που πετάει άδειες σφαίρες, ένας μαύρος μεταλλικός δίσκος που κυλάει αργά τρίζοντας, ένα άγημα από χοντρούς βαθμοφόρους και αδύνατους κελευστές που περπατάν με βήμα στρατιωτικό. Τα είδα, τα ξέρω από παλιά, βαρετές επαναλήψεις. Εσύ όμως;



- Δε τα ξέρω ΄γω αυτά τα πράγματα. Πού με πας; Πώς βρέθηκα εγώ σε τέτοιους τόπους, Παναϊτσα μου; Δε ξέρω ΄γω από τέτοια πράγματα... Αλιώτικες, ολότελα αλιώτικες ήταν οι δικές μου μέρες. Και τώρα εσύ, άξαφνα, γιά πού;


Δεν απαντάω. Δε ξέρω τι να πω. Ταχύνω το βήμα, αρχίζω να τρέχω, κρατώντας πάντα το χέρι σου. Νιώθω πως το σώμα σου δεν έχει βάρος. Σηκώνεται πλάγια στον αέρα, με τη μηδενική αντίσταση ενός μπαλονιού.



- Δεν είμαι στα καλύτερά μου, Μαρίκα. Είμαι πιεσμένος και παραλυμένος, χωρίς επιλογές. Ας μη μπούμε σε λεπτομέρειες. Πες μου ένα τραγούδι, μπορεί να νιώσω καλύτερα...
- Τραγούδι να σου πω, αλλά η λύση δε βρίσκεται εκεί. Το τραγούδι είναι υποκατάστατο, λησμονιά και παρηγοριά. Σα να γυρίζεις το βλέμμα σου αλλού, γιατί θες ν΄αποφύγεις το πραγματικό πρόσωπο του σεβντά.


Άναυδος. Δε στο δείχνω όμως.

- Άλα, Μαρίκα, έτσι δε μού΄χεις ξαναμιλήσει.
- Με υποτιμάς. Ξέρω όμως πως δεν είσαι από τέτοια πάστα. Μπορείς να πεις τι θέλεις; Όχι από μένα, απ΄τη ζωή σου. Μίλα ανοιχτά, πες τι θέλεις.
- Είναι πολύ δύσκολο σήμερα να ξέρεις τι θέλεις. Ιδιαίτερα όταν ξέρεις ποιά πράγματα έχουν περιθώρια να πραγματωθούν. Μπορώ όμως να ξέρω καλά τι ΔΕ ΘΕΛΩ.
- Πάλι υπεκφεύγεις. Πολυτελή προβλήματα έχετε στις μέρες σου. Μήπως είναι άσκοπες οι συναντήσεις μας; Είμαστε από δυό ολότελα διαφορετικούς κόσμους, αγεφύρωτους. Μη μου σφίγγεις έτσι το χέρι, με πονάς... Στάσου! Σταμάτα! Έχω μιά άλλη γνώμη. Ν΄αλλάξουμε ρόλους. Να μου δώσεις εσύ το χέρι σου, να σε βγάλω έξω απ΄όλ΄αυτά τα μπερδεμένα. Να σε πάω σε μιά απ΄τις δικές μου μέρες, τις περασμένες. Έλα...Σου δίνω εγώ τώρα το χέρι μου.



Με τραβάς εσύ κι είναι το δικό μου σώμα που σηκώνεται πλάγια στον αέρα. Νιώθω ένα μούδιασμα ν΄απλώνεται μέσα μου κι αρχίζουμε να διαλυόμαστε σε μόρια σκόνης...



Με τη Μαρίκα Καναροπούλου, στη φούσκα της Ούλτρα-μαρίνας...(2)

1934. Μ΄ανεβάζεις κάτι φαρδειές σκάλες και μπαίνουμε στην αίθουσα φωνοληψίας. Νάτοι! Οχτώ άνθρωποι κι ΕΣΥ! Ένα ξεκάθαρο αντίτυπό σου, δίπλα στο μικρόφωνο. Μιά εικόνα "παγωμένη". Τίποτα, κανένας δε κινείται.- Κάτσε σε μιά γωνιά και μη μιλάς, μου λες.Προχωρείς, πλησιάζεις το "παγωμένο" αντίτυπό σου, μπαίνεις μέσα του και όλα ζωντανεύουν. Ο τυφλός Χρυσίνης με τα μαύρα γυαλιά του, ξύνεται στο σβέρκο και κάθεται έτοιμος με την κιθάρα του. Ο Βαγγέλης Παπάζογλου με το κοφτερό βλέμμα κρατάει τη δική του, και ένας που δε γνωρίζω, έχει σκαλωμένο ένα μπεγλεράκι σ΄ένα απ΄τα κουμπιά του σακακιού του και κρατάει ένα κρασοπότηρο. Είχα κάνει λάθος, έχοντας ακούσει την πλάκα, νομίζοντας πως ο Παπάζογλου το κρατούσε

.- Μαρίκα, στάσου λίγο πιό μακριά απ΄το μικρόφωνο, λέει ένας τεχνικός.
Φαίνεται σα νά΄χετε κιόλας κάνει την πρόβα. Σε βλέπω καθαρά γιά πρώτη φορά. Θα φτάξω ένα σκίτσο σου, σκέφτομαι, μιάς και δεν υπάρχει φωτογραφία σου.Φοράς ένα λουλουδάτο φορεματάκι και μαύρα, χαμηλά γοβάκια. Το δέρμα σου είναι σκοτεινό κι έχεις κι ένα χρυσό δαχτυλιδάκι που πετάει μικρές ανταύγειες, καθώς εξοστρακίζεται πάνω του μιά αχτίδα από το δυνατό ήλιο που καταφέρνει να τρυπώνει απ΄τη μισάνοιχτη κουρτίνα.
- Μαρικάκι, να σου πω, κορίτσι μου, σου λέει ο Παπάζογλου. Εκεί, στην επανάληψη του "βάλε με", δε σηκώνεις τη φωνούλα σου να πάει ψηλότερα;
- Ναι, του λες. Έτσι; Βάλε μεεε...;
- Έτσι, να σε χαρώ, μάτια μου. Έτσι, ακριβώς. Να το πάμε;

Με φυλακίζει το βλέμμα σου το σπαθάτο. Κοιτάς γύρω σου με γλήγορες, καυτές ματιές και βγάζεις ένα γάργαρο γέλιο σαν σου λέει ο Χρυσίνης:
- Κι αν έβαζες 500 δραμάκια πάθος ακόμα, ακόμα πιό καλό θά΄ταν. Ε, Βαγγέλη;
- Ναι, ναι, ξέρει η Μαρίκα! Άντε να το πάμε... 3...2...1!

http://www.fileden.com/files/2008/6/6/1947074/Vale%20me%20stin%20angalia%20sou%20II.mp3

- Γειά σου, ρε Μαρικάκι, μου ξεφεύγει και σου φωνάζω. Ήχος όμως δε βγαίνει απ΄το στόμα μου. Σα στα όνειρα. Εσύ όμως τ΄ακούς. Γυρίζεις, γέρνεις λίγο το κεφάλι και μου χαμογελάς.Ο τρόπος που λες το τραγούδι είναι πολύ καλύτερος κι απ΄της Ρόζας, κι απ΄του Στελλάκη. Εκείνο που σου υπόδειξε ο Παπάζογλου, ίσως, κάνει τη διαφορά.Το τραγούδι τελειώνει. Το μούδιασμα ξανάρχεται. Όλοι από μπροστά μου, τα λουλούδια απ΄το φόρεμά σου σαρώνονται, σα να γυρίζει μιά σελίδα. Επιστρέφομαι σα πακέτο, μόνος κι έρημος, να μασάω τα νύχια μέσα στη φούσκα μου της ουλτραμαρίνας...Τα φώτα ανάβουν αλλά εις μάτην,γιατί εγώ πάντοτε στην έπαρση της σημαίας μασούλαγα βερύκοκα και στην υποστολή χάζευα τα πουλιά...

Μήνυμά της, το βράδυ της ίδιας μέρας...

Δε ξέρω αν θα ξανάρθω πιά. Είδα κάτι που στο στέλνω. Το είδα κι ένιωσα να πλημμυρίζω από αηδία, τα σωθικά μου να βράζουν βλέποντας - ευτυχώς, όχι ζωντανή πιά - τα θλιβερά και μίζερα υπολείμματα μιάς μουχλιασμένης παρακμής.Ψηλά, ψηλά στα βουνά, μακριά και ψηλά στις ερημιές, ή στο σκοτάδι του Άδη αλλά, μακριά απ΄αυτά. Μη χρησιμοποιήσεις ξανά τη λέξη "ρεμπέτικο". Λέγε τα "τραγούδια του θώρακα", όπως ξέρω ότι σ΄αρέσει. Αντικατάστησε τη λέξη όπου την έχεις γράψει, α θέλεις να με ξαναδείς.Δες τι είδα και θα με καταλάβεις...

η Μαρίκα σου, η Μπρουσαλιά

http://www.youtube.com/watch?v=UaR1vKSV-dI